ἐναπόληψις

ἐναπόληψις
ἐναπόληψις
intercepting
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εναπόληψις — ἐναπόληψις, η (AM) η περίληψη, το κλείσιμο, το κράτημα κάποιου μέσα σε κάτι αρχ. μπλέξιμο σε δίνη, το να περιπλέκεται ή να παρασύρεται κάποιος σε κάτι («τὰς ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν ἐν τῇ τοῡ κόσμου γενέσει», Επίκτ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐναπολήψει — ἐναπόληψις intercepting fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐναπολήψεϊ , ἐναπόληψις intercepting fem dat sg (epic) ἐναπόληψις intercepting fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπολήψεις — ἐναπόληψις intercepting fem nom/voc pl (attic epic) ἐναπόληψις intercepting fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπόληψιν — ἐναπόληψις intercepting fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπολήψεως — ἐναπολήψεω̆ς , ἐναπόληψις intercepting fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”